διετῆ — διετής of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διετής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διετής of masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
Сантуш, Фернанду — Фернанду Сантуш Общая информация … Википедия
Αναγαλλίς — η Βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών Πριμουλιδών, με 30 περίπου είδη, ιθαγενή τών εύκρατων και υποτροπικών χωρών. Είναι ποώδη μονοετή, διετή ή πολυετή φυτά, με βλαστό πολλές φορές γωνιώδη και φύλλα ωοειδή ή στρογγυλά, αντίθετα, εναλλασσόμενα ή… … Dictionary of Greek
Πύρρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… … Dictionary of Greek
βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την … Dictionary of Greek
δημητριακά — τα (Α δημητριακός, ή, όν) [Δημήτηρ] νεοελλ. φυτά τής οικογένειας τών Αγρωστωδών και άλλων οικογενειών, ετήσια ή διετή τών οποίων οι σπόροι αποτελούν, συνήθως αλεσμένοι, βασικό είδος διατροφής τού ανθρώπου και πολλών ζώων, σιτηρά (στάρι, κριθάρι,… … Dictionary of Greek
ηριγέρων — (erigeron). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, που αριθμεί περισσότερα από 170 είδη (μονοετή, διετή και πολυετή), τα περισσότερα από τα οποία είναι διακοσμητικά. Έχουν μικρά γλωσσωτά λουλούδια σε άσπρο, ροζ ή κόκκινο χρώμα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καρλίνα — (Carlina). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Αριθμεί 20 είδη και ευδοκιμεί στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Είναι φυτά τραχιά, αγκαθωτά, μονοετή, διετή ή πολυετή, με φύλλα που μοιάζουν με τα γαϊδουράγκαθα. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους… … Dictionary of Greek